Κάρολος: πατριώτη, για πες μου, από πού ήρθαν οι Ιταλοί ;
γέρος: ... από 'κει πάνω, άρχοντα ... πέρα απ' το βουνό ...
Κάρολος: κι ήταν πολλοί ;
γέρος: μιλιούνια ... μιλιούνια και τα κόκαλα των εδικών μας, που τους σταμάτησαν ...
Κάρολος: γιατί ακριβώς μιλάς, πατριώτη ;
γέρος: για πόλεμο αψύ ... σκληρή εποχή ...
Κάρολος: όχι, γέρο μου ... όχι ! ... δεν τα θυμάσαι καλά τα πράγματα ... τα πράγματα γίναν αλλιώς ...
γέρος: πώς αλλιώς άρχοντά μου ; ... εξηγήσου, σε παρακαλώ ...
Κάρολος: άκουσε λοιπόν για να μάθεις και 'συ, και οι γενιές μετά από σένα ... οι Ιταλοί δεν απείλησαν ποτέ με πόλεμο εμάς ... απείλησαν το περιβάλλον ... τα άρματά τους δεν ξέρναγαν μόνο φωτιές ... καπνό απ' την εξάτμηση κι αέρια μολυσμένα στον αέρα ξερνούσαν ... βάλαν φωτιά στο δάσος ... καταστροφή μεγάλη ... κείτονταν ολούθε οι κορμοί των δέντρων ... τότε, οι Έλληνες ξύπνησαν, σαν είδαν τους κορμούς πεσμένους καταγής ... με τσάπες και φυντάνια νέα στα χέρια κίνησαν κατά των Ιταλών ... τους έδιωξαν κατά πίσω ... κι ανάστησαν τα έρμα τα βουνά ... αναδάσωση το είπαν τότε ... πράσινη ανάπτυξη στις μέρες μας ... έτσι έγιναν τα πράγματα ... ο πόλεμος ήταν για την προστασία του περιβάλλοντος ... αυτά να λες κι εσύ, γέρο ... εγώ ξέρω καλά τί λέω ... γιατί εγώ είμαι ο άρχοντας του τόπου τούτου ... εσύ όμως δεν μου είπες ... ποιός είσαι, εσύ ;
γέρος: εγώ, άρχοντά μου, είμαι ... αυτός που πολέμησε !